ἔμπας

ἔμπας
ἔμπᾱς (A), Pi.P.4.86, etc. (so always in Trag., exc.
A

ἔμπᾰ S.Aj. 563

): [dialect] Ep. [full] ἔμπης also in late [dialect] Ion. prose, Aret.SA2.8, SD2.11: [dialect] Dor. also [full] ἔμπᾱν, Pi.P.5.55, N.6.4, 11.44; and [full] ἔμπᾰ (v. supr.), Id.N.4.36, Call.Epigr.14:—poet. Adv.
1 = ὁμοίως, alike,

Ζεὺς δ' ἔ. πάντ' ἰθύνει Il.17.632

;

ἔ. ἐς γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἵκετ' ἀϋτμή 14.174

;

ἔ. τὰ καὶ τὰ νέμων Pi.P.5.55

.
2 in any case,

νῦν δ' ἔ. γὰρ κῆρες ἐφεστᾶσιν θανάτοιο, ἴομεν Il.12.326

; οὐκ ἐφάμην ῥιγωσέμεν ἔ. Od.14.481; anyhow, as things are, σὺ δὲ χαῖρε καὶ ἔ. 5.205, cf. Il.19.308, v.l. for αὕτως in Od.16.143; ὄφρ' ἔτι μᾶλλον Τρωσὶ μὲν εὐκτὰ γένηται ἐπικρατέουσί περ ἔ. though they are victorious as it is, Il.14.98.
3 in the same way, so,

ἔ. μοι τοῖχοι . . φαίνοντ' ὀφθαλμοῖς ὡς εἰ πυρὸς αἰθομένοιο Od.19.37

, cf. 18.354.
II = ὅμως, all the same, nevertheless,

ἔ. δ' οὐκ ἐδάμασσα Il.5.191

;

πρῆξαι δ' ἔ. οὔ τι δυνήσεαι 1.562

, cf. Od.19.302
, 2.199; after

ἀλλά, ἀλλὰ καί, ἀλλ' ἔ. μιν ἐάσομεν 16.147

, cf. Il. 8.33, Od.4.100, al.; ἀλλὰ καὶ ἔ. αἰσχρόν but even so . ., Il.2.297, cf. 19.422; ἐγὼ δ' αἰσχύνομαι ἔ. Od.18.12, cf. 15.214; following part. with περ,= καίπερ, Νέστορα δ' οὐκ ἔλαθεν πίνοντά περ ἔ. Il.14.1, cf. Od. 15.361, 18.165; rarely before the part.,

ἄλγεα δ' ἔ. ἐν θυμῷ κατακεῖσθαι ἐάσομεν ἀχνύμενοί περ Il.24.522

. (Signff. 1 and 11 were distd. by Aristarch., cf. Sch.T Il.14.1.)
III in later Poets sts. in a milder sense, at any rate, yet, A.Pr.48, Eu.229, S.Ant.845, E.Cyc.535 (lyr.); after δέ, Pi.P.4.86;

ἀλλ' ἔμπας A.Pr.189

(lyr.), E.Alc.906 (lyr.);

ἀλλ' ἔμπαν Pi.N.6.4

, 11.44; ἔμπα, καἴπερ ἔχει . . ib.4.36, cf. S.Aj.563: with a part., ib. 1338; δύστηνον ἔμπας, καίπερ ὄντα δυσμενῆ ib.122; also with Adj.,

ἀφωνήτῳ περ ἔμπας ἄχει Pi.P.4.237

.
------------------------------------
ἔμπας (B), πασα, παν,
A all, dub. in IG7.2712.69 (Acraeph., i A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έμπας — ἔμπας και επικ. τ. ἔμπης και δωρ. τ. ἔμπαν και ἔμπα (Α) επίρρ. 1. εν τούτοις, μ όλα ταύτα («Ζεύς δ ἔμπης πάντ ἰθύνει») 2. μολονότι, αν και («νῡν δ ἔμπης κῆρες ἐφεστᾱσιν θάνατοιο, ἴομεν») 3. πάντως, εν πάση περιπτώσει («μάλα γὰρ κεχολώσεται ἔμπης» …   Dictionary of Greek

  • ἔμπας — ἔμπᾱς , ἔμπας alike indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμπα — ἔμπας alike poetic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμπης — ἔμπας alike epic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • VIOLA — inter flores tertium, post rosam nempe liliumque, iuxta Plinium, l. 21. c. 26. in vernis floribus coronariis primum locum, teste Paschaliô, obtinet, utpote veris praenuntia, quam ob causam Graeci ἴον dixêre, παρὰ τὸ ἀνιέναι ταχὺ, quod statim… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έμπα — Ποταμός (640 χλμ.) του δυτικού Καζακστάν.Πηγάζει από τα όρη Μουγκοτζάρ και εκβάλλει στην Κασπία, περίπου 100 χλμ. Α των εκβολών του ποταμού Ουράλη. Διασχίζει το οροπέδιο Ποντουράλσκι και το βαθύπεδο Πρικασπίσκι. Τα νερά του προέρχονται κυρίως από …   Dictionary of Greek

  • έμπης — ἔμπης (Α) επίρρ. βλ. έμπας …   Dictionary of Greek

  • πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… …   Dictionary of Greek

  • ԲԱՅՑ — ( ) NBH 1 431 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c չ. (որպէս թէ ʼի բաց առեալ, կամ բաց ʼի բանէ աստի.) πλήν, ἕμπας, ἕμπης, ὄμως δέ tamen, verum, nihilominus, autem Սակայն. այլ սակայն. այլ. իսկ. յայսր …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՍԱԿԱՅՆ — ( ) NBH 2 0684 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 11c շ. ὄμως, ἁλλά, ἕμπας, ἕμπης tamen, verum. որպէս թէ Սակայն լիցի, այսինքն այնու պայմանաւ: (գրի եւ իբր ռմկ. ՍԱԿԷՆ, իբր ʼի սակէն): Բայց. այլ յայսր ամենայնի վերայ. համայն. միանգամայն.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • k̂eu-1, k̂eu̯ǝ- : k̂ū-, k̂u̯ā- —     k̂eu 1, k̂eu̯ǝ : k̂ū , k̂u̯ā     English meaning: to swell     Deutsche Übersetzung: ‘schwellen, Schwellung, Wölbung” and “Höhlung; hohl”, gemeinsame Anschauung, Wölbung after außen or innen”     Material: O.Ind. sv áyati ‘schwillt an, wird… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”